ἀπαραποίητος
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
German (Pape)
[Seite 279] nicht nachgemacht, nicht verfälscht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραποίητος: -ον, ὁ μὴ παραπεποιημένος, ἀνόθευτος, γνήσιος, Κύριλλ. Ἀλ. ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no modificado, idéntico ἀ. τῶν πατέρων διεφύλαξαν τὴν παράδοσιν Basil.M.32.93C, cf. de las pers. de la Trinidad, φύσεως ἀπαραποιήτου καρπός Cyr.Al.M.73.112B.
2 no artificioso, no compuesto κάλλος Cyr.Al.M.69.56A.
II adv. -ως
1 sin modificación τὸ εἶναι Θεὸς ἀ. ἔχων Cyr.Al.M.76.1340C.
2 no artificiosamente Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαραποίητος, -ον) παραποιώ
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραποιηθεί
2. ο γνήσιος.