πολλοστὸς
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Greek (Liddell-Scott)
πολλοστὸς: ή, όν· (πολλός, πολύς) εἶς ἐκ πολλῶν, Λατ. multesimus, π. ὢν τῶν Συρακοσίων, Λατ. unus e multis, δηλ. εἶς ἐκ τῶν κοινῶν ἀνθρώπων ἐν Συρακούσαις, Ἰσοκρ. 95Β. 2) σμικρότατος, ἐλάχιστος, Πλάτ. Νόμ. 896Β· αἱ π. ἠδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ 44Ε· τὸ π. μέρος Ἀνδοκ. 20. 39, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 7· π. μόριον Θουκ. 6. 86· συχν. μετ’ ἀρνήσ., οὐδὲ π. μέρος Λυσ. 144. 9, Ἰσαῖος περὶ τ. Κλεωνύμου κλήρου 42 (34), κτλ· ― ἐν τῇ Ἀριθμ., κλάσμα ἔχον μέγαν παρονομαστήν· μετὰ δοτ., τὰ π. σκληρότητι, τὰ ἥκιστα σκληρά, Πλάτ. Φίληβ. 44Ε. ― Ἐπίρρ., δευτέρως καὶ πολλοστῶς κατὰ πολὺ μικρὸν βαθμόν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 11, πρβλ. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 9. 3) ἐπὶ χρόνου, πολλοστῷ ἔτει, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1· πολλοστῷ χρόνῳ, μετὰ παρέλευσιν πολλοῦ χρόνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 559, Δημ. 761. 21, Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 9. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς = πολύς, πολλοστὸς ἔργοις, ὁ διαπράξας πολλὰ, ἀντίθετον τῷ ὀλιγοστός, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 20)