ὀποκάρπασον
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
τό,
A = ὀπὸς καρπάσου (v. κάρπασος 11), Dsc.Alex.Praef.; opocarpatum, Plin.HN28.158,32.98.
Greek (Liddell-Scott)
ὀποκάρπᾰσον: τό, ὀπὸς καρπάσου, ἴδε κάρπασος.