κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἀρρενοβασία: ἡ, ἡ μετὰ ἄρρενος συνουσία, Θεόφ. πρὸς Αὐτόλ. σ. 120.