ἐπιστεφής
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ές, Hom. only in phrase κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο bowls
A full of wine, Il.8.232, Od.2.431; ἐγκέρασον Χαρίτων κρατῆρ' ἐ. Lyr.Alex.Adesp.19. II. garlanded, Εὐμενίδες ναρκίσσου -στεφέες πλοκαμῖδας Euph.94; ὕλης ἀγρίης ἐ., either full of jungle or crowned with . ., Archil.21.2.