ὀστρακόχροος

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

German (Pape)

[Seite 400] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόχροος: -ον, καὶ αἰτ. κατὰ μεταπλ. ὀστρακόχροα, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 9. 196· ― πρβλ. μαλάκια, τά.