μαλάκια

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκια Medium diacritics: μαλάκια Low diacritics: μαλάκια Capitals: ΜΑΛΑΚΙΑ
Transliteration A: malákia Transliteration B: malakia Transliteration C: malakia Beta Code: mala/kia

English (LSJ)

τά,
A cephalopod mollusca, i.e. water-animals of soft substance, without external shells, Arist.HA523b2, PA654a10, al., Diocl.Fr.132.
II v. μαλάχιον.

Russian (Dvoretsky)

μαλάκια: τά (sc. ζῷα) моллюски Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλάκια: τά, ὅσα τῶν ἐνύδρων δὲν ἔχουσιν ὀστᾶ, ὡς π.χ. ὁ πολύπλους, ἡ τευθίς, ἡ σηπία καὶ τὰ ὅμοια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 2· τοὺς κοχλίας καὶ ἄλλα τοιαῦτα μετὰ σκληρῶν ὀστράκων καλεῖ ὀστρακόδερμα, τὰ δὲ μαλακώτερον ὄστρακον ἔχοντα, οἷον τὸν καρκίνον καὶ τὴν καραβίδα, μαλακόστρατα, ὁ αὐτ. 4. 4, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 8, 5 κἑξ., κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

τα (Α μαλάκια)
βλ. μαλάκιο.