Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ῥύπωσις: -εως, ἡ, ῥύπος, λέρωμα, σπόγγῳ τὴν ῥύπωσιν ἐκμάξας Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμερ. 1749, Εὐστ. Πονημάτ. 167. 58.