τοὐμόν
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
German (Pape)
[Seite 1132] att. zsgzgn statt τὸ ἐμόν.
Greek (Liddell-Scott)
τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν, κτλ.