πτύχιον
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
τό,
A folding tablet, Hdn.Gr.1.356, PMag.Lond.121.740, Zen.5.82. II pendant of an ear-ring, PLond.5.1719.15 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πτύχιον: τό, = πτυκτίον, Ζωναρ. 5. 82, Ἡρῳδιαν. Καθολ. Προσῳδ. τόμ. 1, σελ. 356, 6, ἔκδ. Lentz., Ἐτυμολ. Μέγ. 520, 24. Ἀρκάδ. 119, 9· ἀλλὰ παρ’ Εὐστ. 924, 42 πτυχίον, πρβλ. Ζηνοβ. Παροιμ. 5, 82. - Ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τόμ. Ε΄, σ. 71.