καχλασμός
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Zos.Alch.p.119 B. (pl.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
καχλασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Μανασσ. Χρον. 229.