δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
παρασῑτεύω: τῷ ἑπομ., ζῶ πλησίον τινός, τινὶ Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 1008Α.