μελανοκάρδιος

Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.