ον,
A black-hearted, Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470.
[Seite 119] schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
μελᾰνοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων καρδίαν μέλαιναν, ὠμός, σκληρός, Στυγὸς πέτρα Ἀριστοφ. Βάτρ. 470.