κυριολογικός

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

German (Pape)

[Seite 1536] ή, όν, die Wörter in eigentlicher Bedeutung brauchend, Ggstz συμβολικός, Clem. Al. strom. 5 p. 657.

Greek (Liddell-Scott)

κυριολογικός: -ή, -όν, ὁ μετὰ κυριολεξίας, κάθοδος... κυριολογικὴ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 657, ἐπὶ τῶν ἱερογλυφικῶν ἐκείνων ὅσα συνίστανται εἰς ἁπλᾶς εἰκόνας τῶν νοουμένων πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβολικός.