κυριολογικός
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
German (Pape)
[Seite 1536] ή, όν, die Wörter in eigentlicher Bedeutung brauchend, Gegensatz συμβολικός, Clem. Al. strom. 5 p. 657.
Greek (Liddell-Scott)
κυριολογικός: -ή, -όν, ὁ μετὰ κυριολεξίας, κάθοδος... κυριολογικὴ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 657, ἐπὶ τῶν ἱερογλυφικῶν ἐκείνων ὅσα συνίστανται εἰς ἁπλᾶς εἰκόνας τῶν νοουμένων πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβολικός.
Greek Monolingual
κυριολογικός, -ή, -όν (Α) κυριολογία
αυτός που εκφράζει κάτι καθαρά και με ακρίβεια, αυτός που ακριβολογεί.