οἰνόφλυξ

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω)

   A given to drinking, drunken, Hp.Prorrh. 2.2, X.Ap.19, Pl.Erx.405e, Arist.Po.1461a15.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόφλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, μέθυσος, Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰνόφλυξ˙ αἰσχρός. μέθυσος» καὶ «ὁ κακεπίθυμος οἴνου. οἰνοφερής, πάροινος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.