οἰνοφερής

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοφερής Medium diacritics: οἰνοφερής Low diacritics: οινοφερής Capitals: ΟΙΝΟΦΕΡΗΣ
Transliteration A: oinopherḗs Transliteration B: oinopherēs Transliteration C: oinoferis Beta Code: oi)noferh/s

English (LSJ)

οἰνοφερές, inclined to wine, Hsch. s.v. οἰνόφλυξ.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοφερής: -ές, εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνόφλυξ.

Greek Monolingual

οἰνοφερής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φερής (< φέρω), πρβλ. πυριφερής].