ον,
A dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. πᾰλίρ-ροιζος).
παλίρροιβδος: -ον, ὁ ὁρμῶν ὀπίσω μετὰ ῥοίβδου, μετὰ μεγάλης βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.