καπνιστήριον
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
τό, perh.
A vapour-bath, Inscr.Prien.112.98(i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστήριον: τό, τὸ θυμιατήριον, Κ. Πορφ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 555, ἔκδ. Β.