συννοέω
English (LSJ)
A meditate, reflect upon a thing, τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453, cf. Pl.Smp.220c, Phdr.241c, Lg.712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg.835d:—Med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or.634, cf. Ion644. 2 make plans, πάντα -οῦμεν ἐκπράξειν χερί Patrocl.1.5. II comprehend, understand, Pl.Tht.164a, al.: c. part., σ. τινὰ μανθάνοντα Id.Epin.976b, cf. Plu.Pomp.74: folld. by a relat., σ. ὅτι . .understand that... Pl. Plt.280b, Arist.Pol.1284a32; σ. ὡς . . Pl.Sph.238c, etc.:—Med., Ar. Ra.598 (lyr.). 2 know at the same time, Mich. in EN518.34.
Greek (Liddell-Scott)
συννοέω: παραβάλλω κατὰ διάνοιαν, σκέπτομαι, μελετῶ κατ’ ἐμαυτόν, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα Σοφ. Ο. Κ. 453, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C, Φαῖδρ. 241C, Νόμ. 712D φοβηθῆναι ξυννοήσαντα τί τις χρήσεται τῇ τοιαύτῃ πόλει, τί εἰμπορεῖ τις νὰ κάμῃ μὲ τοιαύτην πόλιν, αὐτόθι 835D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος Εὐρ. Ὀρ. 634, πρβλ. 644. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α, Σοφιστ. 280Β, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ξ. τινα μανθάνοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 976Β, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 74· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ὅτι..., ἐννοῶ ὅτι…, Πλάτ. Πολιτ. 280Β, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 17· σ. ὡς… Πλάτ. Σοφιστ. 238C, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 598.