ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
οὐλοόφρων: ὀλοόφρων, Σχόλ. Ὁμηρ. σελ. 783, ἔκδ. Bachmann.