δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 958] ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.
ἐπιληστικός: -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79.