αἱματώδης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ες,
A looking like blood, διαχωρήματα Hp.Prog.11; φάρυγξ Th.2.49, cf. Arist. Mete.342a36, Thphr.HP6.4.6, etc. 2 of the nature of blood, bloody, ὑγρότης Arist.GA726b32, cf.PA665b7 (Comp.), al.; διαχώρησις Diocl. Fr.147.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.