Κυρήνη
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
English (LSJ)
ἡ, Cyrene, Hdt.4.162, etc.:—Adj. Κυρηναῖος, α, ον, ib. 199, etc. [ῠ in Hes.Fr.128.2, Pi.P.4.2, al., Call.Ap.73, 94; ῡ Ar. Th.98, A.R.2.500.]
Greek (Liddell-Scott)
Κυρήνη: ἡ, ἑλληνικὴ ἀποικία ἐν Ἀφρικῇ, Ἡρόδ. 4. 162 κἑξ.˙ οἱ κάτοικοι ἐκαλοῦντο οἱ Κυρηναῖοι, καὶ ἡ χώρα ἡ Κυρηναία (Λατ. Cyrenaïca), Ἡρόδ. 4. 199, κτλ. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ῡ˙ ἀλλὰ ῠ παρ’ Ἡσ. Ἀποσπ. 35. 2, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 72. 93, Catull. 7. 4.