ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
νεκροπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς νεκρόν, μνῆμα Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 290Β. - Ἐπίρρ. νεκροπρεπῶς, κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα νεκρῷ, Ψευδο-Γρηγ. Ναζ. IV, 306Α, κλ.