ἱππομάραθρον

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

German (Pape)

[Seite 1260] τό, großer, wilder Fenchel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομάραθρον: τό, εἶδος μεγάλου μαράθρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4, Διοσκ. 3. 82˙ φέρεται δὲ -μάραθον παρὰ τῷ Ρούφῳ καὶ Ὀρειβ.˙ καλούμενον ἵππειον μ. παρὰ Νικάνδρῳ ἐν Θηρ. 596 : ἴδε ἵππος VI.