ἱππομάραθρον
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
German (Pape)
[Seite 1260] τό, großer, wilder Fenchel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομάραθρον: τό, εἶδος μεγάλου μαράθρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4, Διοσκ. 3. 82˙ φέρεται δὲ -μάραθον παρὰ τῷ Ρούφῳ καὶ Ὀρειβ.˙ καλούμενον ἵππειον μ. παρὰ Νικάνδρῳ ἐν Θηρ. 596 : ἴδε ἵππος VI.