ἱππομάραθρον

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

German (Pape)

[Seite 1260] τό, großer, wilder Fenchel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππομάραθρον: τό, εἶδος μεγάλου μαράθρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4, Διοσκ. 3. 82˙ φέρεται δὲ -μάραθον παρὰ τῷ Ρούφῳ καὶ Ὀρειβ.˙ καλούμενον ἵππειον μ. παρὰ Νικάνδρῳ ἐν Θηρ. 596 : ἴδε ἵππος VI.