ἡ,
A want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.
[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.
ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.