ἀστοργία

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστοργία Medium diacritics: ἀστοργία Low diacritics: αστοργία Capitals: ΑΣΤΟΡΓΙΑ
Transliteration A: astorgía Transliteration B: astorgia Transliteration C: astorgia Beta Code: a)storgi/a

English (LSJ)

ἡ, want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.

Russian (Dvoretsky)

ἀστοργία:отсутствие привязанностей, черствость Men.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.

Greek Monolingual

η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.