ἡμιονίς
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
German (Pape)
[Seite 1169] ίδος, ἡ, Mauleselmist, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιονίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ἡμιόνου, ὡς τὸ ἡμιονεία, Ἱππ. 583. 28˙ πρβλ. ὀνίς.
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
[Seite 1169] ίδος, ἡ, Mauleselmist, Hippocr.
ἡμιονίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ἡμιόνου, ὡς τὸ ἡμιονεία, Ἱππ. 583. 28˙ πρβλ. ὀνίς.