Pass., (ἄκανθα)
A become prickly, Thphr.HP7.6.2.
ἀκανθόομαι: παθ. (ἄκανθα) = γίνομαι ἀκανθώδης, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 6. 2.