ζυγοστάθμησις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1141] ἡ, das Wägen, Tzetz. ad Lycophr. 275.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγοστάθμησις: -εως, ἡ, = ζυγοστασία, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 275.
[Seite 1141] ἡ, das Wägen, Tzetz. ad Lycophr. 275.
ζυγοστάθμησις: -εως, ἡ, = ζυγοστασία, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 275.