μεγιστᾶνες

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

German (Pape)

[Seite 110] οἱ, die Hohen, Vornehmen, die Häuptlinge, Man. 6, 41; LXX. u. N. T.; Sp. auch μεγιστᾶνος, vgl. Lob. Phryn. 197.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστᾶνες: οἱ, ὡς καὶ νῦν, οἱ μέγα δυνάμενοι, οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες, ἐπὶ τῶν Περσῶν αὐλικῶν, Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 24), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ϛʹ, 21, Μανέθων 4. 41, κτλ.· ἴδε Φρύν. ἐν λ. καὶ αὐτόθι Λοβ. (σ. 197), Sturz Μακεδ. Διάλ.· - ἀκολούθως ὡσαύτως μεγιστᾶνος, ὁ Λοβ. ἔνθ’ ἀνων. (πρβλ. νεᾶνες, ξυνᾶνες.