ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
ὠμόσαρκος: -ον, ἐξ ὠμῶν σαρκῶν συγκείμενος, ὠμός, ὠμόσαρκον Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1454.