προαπόλλυμαι

From LSJ
Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

προαπόλλῠμαι: μέλλ. -ολοῦμαι, πρκμ. -όλωλα· παθ.· ― πρῶτος ἐγὼ ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι, χάνομαι πρότερον ἢ πρῶτος. Ἀντιφῶν 137. 20, Θουκ. 5. 61., 6. 77· μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (ὥσπερ ἐξ ὁριστ. -απολλύω), Πλάτ. Φαίδων 91D· προαπόλωλεν ἐφ’ ἃ ἐπλέομεν Δημ. 50. 24· ― μετὰ γεν., τῶν ἄλλων προαπολοῦνται Λυσ. 193. 3.