Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
κέρδον: τό, φυτόν τι, τὸ αὐτὸ καὶ στρουθίον, Διοσκ. (Νόθ.) 2. 193.