ἀνεπισκότιστος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
German (Pape)
[Seite 225] nicht verdunkelt, Proclus.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισκότιστος: -ον, = τῷ προηγ., Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 2. 14, σ. 144. Ἴσως ἔπρεπε νὰ γραφῇ ὡς τὸ προηγούμενον.