(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Greek (Liddell-Scott)
ὑπανδρεύομαι: Παθ., ἔρχομαι εἰς γάμον, κοινῶς «πανδρεύομαι», εἰ ὑπανδρευθῇ τὸ ἓν μέρος Νομοκάνων Coteler 334· ‒ περὶ τοῦ πανδρεύω ἢ παντρεύω ἴδε Δουκάγγ.