στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: συντριμμός | Medium diacritics: συντριμμός | Low diacritics: συντριμμός | Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΟΣ |
Transliteration A: syntrimmós | Transliteration B: syntrimmos | Transliteration C: syntrimmos | Beta Code: suntrimmo/s |
ὁ,
A = σύντριμμα 11, ruin, ib.Ze.1.10, al. II συντριμμοὶ θανάτου afflictions, miseries, ib.2 Ki.22.5.
συντριμμός: ὁ, = σύντριμμα ΙΙ, ὄλεθρος, Ἑβδ. (Σοφον. Α΄, 10). ΙΙ. συντριμμοὶ θανάτου, θλίψεις, ἀθλιότητες, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 5).