οἰκοδεσποτέω
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
A to be master of a house or head of a family, 1 Ep.Ti.5.14. II Astrol., predominate, POxy.235.16 (i A. D.), PLond.1.130.163 (i/ii A. D.), Plu.2.908c, Ptol.Tetr.39, Luc. Astr.20, Vett.Val.64.8, Iamb.Myst.9.5, etc. ; cf. sq. 11.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδεσποτέω: εἶμαι δεσπότης, κύριος τοῦ οἴκου, ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας, οἰκοδεσπότης, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε ἐπικρατούντων πλανητῶν, Λουκ. π. Ἀστρολ. 20, Πλούτ. 2. 908Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 57, κτλ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.