ὑπερφανής

Revision as of 10:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (ὑπερφαίνομαι)

   A appearing over or above, out-topping, δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.Eq.Mag.5.7 (cod.B, ὑπερηφανῆ cett.): coupled with ὑπέργεια, Poll.5.150 (v.l. ἐπι-), cf. 9.20.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, v. l. ὑπερήφανα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφᾰνής: -ές, γεν. -έος, (ὑπερφαίνομαι), ὁ φαινόμενος ὑπεράνω τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ ὕψος, δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = ὑπερφαής, Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20.