ὑπερφαίνομαι

English (LSJ)

Pass.,
A appear, show oneself over or above, τοῦ λόφου Th.4.93; τοῦ ποταμοῦ, i.e. on its bank, Plu.Pyrrh.16, cf. Arist.HA 550b3, Euph.44: also c. acc., ὑ. τὰ τείχη Plu.Dio39: abs., appear in the air above, Arist.HA620b2, Jul.Or.2.62d:—so in Act., δοιοὶ δὲ σκυνίοισιν ὑπερφαίνουσι μέτωπον οἷα τύλοι Nic.Th.177.
2 metaph., to be superior, Them.Or.1.11a.

German (Pape)

[Seite 1203] (s. φαίνομαι), darüber erscheinen, sich sehen lassen; ὑπερεφάνησαν τοῦ λόφου Thuc. 4, 93; ὑπερφανήσεσθαι τῶν ἄκρων Plut. Flam. 4; auch τὰ τείχη, Dion. 39; – Nic. braucht so auch das act., Ther. 177.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερφανήσομαι, ao.2 ὑπερεφάνην;
se montrer sur ou au-dessus de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφαίνομαι: появляться сверху (τινος, реже τι Plut.; ὑ. τοῦ ποταμοῦ Plut.): Βοιωτοὶ ὑπερεφάνησαν τοῦ λόφου Thuc. беотийцы показались на вершине холма; ὑ. τὰ τείχη Plut. виднеться на стенах.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφαίνομαι: παθ., φαίνομαι ὑπεράνω, καὶ ἐπειδὴ καλὸς αὐτοῖς εἶχεν, ὑπερεφάνησαν τοῦ λόφου Θουκ. 4. 93· θυρεοὺς πολλοὺς ὑπερφαινομένους τοῦ ποταμοῦ, ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ποταμοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 16, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 9· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολεμίων ὑπερφαινομένων τὰ τείχη Πλουτ. Δίων 49· ἀπολ., φαίνομαι ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 4. 2) μεταφ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνώτερος, οὐχ ὑψηλὸς ἐκεῖνος ὅς, ἂν μὴ καταβάλῃ τοὺς πλησίον, οὐχ ὑπερφαίνεται Θεμίστ. 11Α. ― Ὁ Νικ. ἐν Θηρ. 177 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐνεργ. ὑπερφαίνω ὡς οὐδετέρου τὴν διάθεσιν, δοιοὶ δ’ ἐν σκυνίοισιν ὑπερφαίνουσι μετώπου οἷα τύλοι.

Greek Monotonic

ὑπερφαίνομαι: Παθ., φαίνομαι πάνω από ένα μέρος, με γεν., σε Θουκ.

Middle Liddell


Pass. to show oneself over or above a place, c. gen., Thuc.

Lexicon Thucydideum

supra apparere, to appear above, 4.93.3, 4.96.5.