ὑπερφαής

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

German (Pape)

[Seite 1203] ές, übermäßig hell, überaus sichtbar, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφαής: -ές, ὑπερβαλλόντως φωτεινός, λαμπρὸς ἢ ἔνδοξος, τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας ἀξιωθέντας Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 134Α.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος
μσν.
λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περιφαής].