ὑπέρευγε
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
German (Pape)
[Seite 1195] adv., das verstärkte εὖγε, Luc. Paras. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρευγε: «ὑπερκάλως» (Ἡσύχ.), Λουκ. Παράσ. 9, Αἰλ. Ποικ. 9. 38.