ον,
A not to be broken, inflexible, τὸ ἀ. τῆς γνώμης X.Ep.1.2.
[Seite 122] unbeugsam, τὸ τῆς γνώμης ἀμ., Beharrlichkeit in der Gesinnung, Xen. En. 1. 2.
ἀμετάκλαστος: -ον, ὁ μὴ μετακλώμενος, ἄκαμπτος, τὸ ἀμ. τῆς γνώμης Ξεν. Ἐπιστ. 1. 2.