ἀμετάκλαστος

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάκλαστος Medium diacritics: ἀμετάκλαστος Low diacritics: αμετάκλαστος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ametáklastos Transliteration B: ametaklastos Transliteration C: ametaklastos Beta Code: a)meta/klastos

English (LSJ)

ἀμετάκλαστον, not to be broken, inflexible, τὸ ἀ. τῆς γνώμης X.Ep.1.2.

Spanish (DGE)

-ον
constante, inflexible subst. τὸ ἀ.: τὸ ἀμετάκλαστόν σου τῆς γνώμης X.Ep.1.

German (Pape)

[Seite 122] unbeugsam, τὸ τῆς γνώμης ἀμ., Beharrlichkeit in der Gesinnung, Xen. En. 1. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάκλαστος: -ον, ὁ μὴ μετακλώμενος, ἄκαμπτος, τὸ ἀμ. τῆς γνώμης Ξεν. Ἐπιστ. 1. 2.

Greek Monolingual

ἀμετάκλαστος, -ον (Α) μετακλῶ
άκαμπτος, αλύγιστος.