εὐδιάζω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
A calm, still, χειμῶνας Ph.2.567 (metaph.):—in Med., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.Ax.370d. II intr. in Act., to be calm, εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.Mir.150.