ἡλιογέννητος

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιογέννητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου γεννηθείς, ὡς καὶ νῦν, κόρη Ἀκρίτου ἔπος ἐκδ. Α. Μηλιαράκη στ. 2984· κοράσιον ἡλιογέννητον Λυβ. κ. Ροδ. στ. 1716, ἐκδ. Wagner.