ἀβάκτις
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάκτις: ἢ ἀβ ἄκτις, ὁ, ἄκλ. ― ἐκ τοῦ Λατινικοῦ ab actis, ἀρχειοφύλαξ, ὑπομνηματιστής. Νειλ. Ἐπιστ. 2, 207, Θεοφίλῳ ἀβάκτις. Λυδ. 220, 262, 23. 213, «ἀβ ἄκτις μὲν ὄνομα τῷ φροντίσματι, σημαίνει δὲ καθ’ ἑρμηνείαν τὸν τοῖς ἐπὶ χρήμασι πραττομένοις ἐφεστῶτα».