πλύσιμα

From LSJ
Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλύσιμα: τά, τὰ διὰ πλύσιν (ἤτοι πλύσιμον) διδόμενα χρήματα, τὰ παρ’ ἡμῖν πλυστικά. Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. de Sav. 1873, Janv. et Févr. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται μόνον «πλύσιμον, τό, Lavatorium Glossar.». ― Κατὰ Πολυδεύκην (Ζ΄ 11, 38) πλύντρον ὁ μισθὸς ὁ διδόμενος ταῖς πλυντρίαις, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.